- κέρασε
- κεράννυμιmixaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερνώ — και άω (ΑΜ κερνῶ, όω, Μ και κερνῶ, άω) προσφέρω κάτι από φιλοφρόνηση, φιλεύω, φιλοδωρίζω («μάς κέρασε τα εισιτήρια») νεοελλ. παροιμ. α) «Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει» γι αυτούς που ενεργούν αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα β) «κέρνα,… … Dictionary of Greek
γαλατομπούρεκο — γαλατομπούρεκο, το και γαλακτομπούρεκο, το γλυκό του ταψιού με φύλλα κρούστας και γέμιση από γάλα, σιμιγδάλι και αβγά: Μας κέρασε σπιτικό γαλακτομπούρεκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύφτος — ο θηλ. ισσα 1. τσιγγάνος: Ένας γύφτος έπαιζε κλαρίνο στο πανηγύρι. 2. μτφ., άνθρωπος πολύ μελαψός. 3. μτφ., άνθρωπος ντυμένος με αταίριαστα ρούχα ή βρόμικος: Ο άντρας της κυκλοφορεί σαν γύφτος. 4. μτφ., τσιγκούνης, φιλάργυρος: Είναι γύφτος, δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμάσκηνο — το ο καρπός της δαμασκηνιάς: Μετά το φαγητό μάς κέρασε γλυκό δαμάσκηνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναμίτης — ο 1. ισχυρή εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη. 2. μτφ., καθετί πολύ δυνατό: Με κέρασε ένα ποτό σωστό δυναμίτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταβλάς — ο πληθ. άδες 1. μεγάλος ξύλινος δίσκος, όπου τοποθετούνται πιάτα, ποτήρια κτλ.: Κέρασε με τον ταβλά. 2. όμοιος δίσκος πλανόδιων μικροπωλητών για ζαχαρωτά, κουλούρια, στραγάλια κτλ.: Ο ταβλάς του είναι γεμάτος εμπορεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίγωνο — το 1. γεωμετρικό σχήμα με τρεις γωνίες και τρεις πλευρές, τρίπλευρο. 2. όργανο των σχεδιαστών σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου. 3. ξυλουργικό εργαλείο σε παρόμοιο σχήμα για εξακρίβωση δίεδρων γωνιών, η «γωνιά». 4. μεταλλικό μουσικό όργανο σε σχήμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριαντάφυλλο — το 1. το ρόδο, το λουλούδι της τριανταφυλλιάς. 2. γλυκό από φύλλα τριανταφυλλιάς: Τον κέρασε νόστιμο τριαντάφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέρασ' — κέρᾱσι , κέρας Aër. neut dat pl κέρασι , κέρας Aër. neut dat pl κέρασα , κεράννυμι mix aor ind act 1st sg (homeric ionic) κέρασε , κεράννυμι mix aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κέρασαι , κεράννυμι mix aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)